κόκκαλο(ν)

κόκκαλο(ν)
τό
1) кость; 2) косточка (в плодах); 3) рожок (для обуви); 4) πλ. трудности;

αυτή η δουλειά έχει κόκκαλα — это дело очень трудное;

§ γερό κόκκαλο(ν) — крепыш, здоровяк;

αφήνω τα κόκκαλα μου сложить кости, умирать, погибать;

μένω κόκκαλο(ν) — онеметь, остолбенеть;

έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο(ν) — больше терпеть нельзя;

έμεινε πετσί και κόκκαλο(ν) — от него остались кожа да кости;

ως (μέχρι) το κόκκαλο(ν) — до мозга костей


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κόκκαλο(ν)" в других словарях:

  • αβδελλοκόκκαλο — το το κόκκαλο τής (α)βδέλλας, δηλ. το ανύπαρκτο, γιατί ή βδέλλα δεν έχει κόκκαλο. Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά για καθετί ανύπαρκτο και φανταστικό, όπως λ.χ. στις φρ. «έκατσε στον λαιμό του ένα αβδελλοκόκκαλο» (σε αστειολογία) «πουλάει… …   Dictionary of Greek

  • Liste Swadesh Du Grec Moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • Liste Swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • Liste swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • Griego moderno — Griego Ελληνικά / Eliniká Hablado en  Grecia (11 millones)  Chipre …   Wikipedia Español

  • -άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • άγανο — το 1. η βελονοειδής απόφυση τού σταχιού τών αγρωστοειδών (σταριού, βρόμης κ.λπ.), ο αθέρας, κν. μουστάκια 2. λεπτό κόκκαλο ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἄκανος (= ακανθώδης κεφαλή μερικών καρπών και είδος αγκαθιού)] …   Dictionary of Greek

  • αγριμοκόκκαλο — το κόκκαλο αιγάγρoυ που, κατά λαϊκή πρόληψη στην Κρήτη, εάν τοποθετηθεί με χειρουργική επέμβαση στον μηρό ζώου τού κοπαδιού, το ζώο αυτό αποκτά μαγική δύναμη και οδηγεί με ασφάλεια το κοπάδι …   Dictionary of Greek

  • κόκαλο — και κόκκαλο, το (Μ κόκκαλον) 1. οστό 2. φρ. «τρώγω κάποιον ώς το κόκαλο» εκμεταλλεύομαι κάποιον πάρα πολύ νεοελλ. 1. εργαλείο ή εξάρτημα κατασκευασμένο από οστό, όπως π.χ. το πλήκτρο τού πιάνου 2. μικρό εργαλείο από ξύλο, μέταλλο ή κόκαλο, με το… …   Dictionary of Greek

  • παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»